σταυροφόρος

σταυροφόρος
-ο / σταυροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φέρει σταυρό
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροφόρα
βοτ. τα σταυρανθή
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο σταυροφόρος
πολεμιστής τού μεσαίωνα με σταυρό ραμμένο στη στολή του, ο οποίος έλαβε μέρος σε σταυροφορία στους Αγίους Τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σταυροφόρος — bearing a cross masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόρος, -α — ο αυτός που φοράει σταυρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυροφόρος — ο πολεμιστής που πήρε μέρος στις σταυροφορίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυροφόρον — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem acc sg σταυροφόρος bearing a cross neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόροι — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόροις — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόροισι — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόρου — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόρους — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυροφόρων — σταυροφόρος bearing a cross masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”